- κρινεῖτε
- κρῐνεῖτε , κρίνωseparateaor opt pass 2nd plκρῐνεῖτε , κρίνωseparateaor subj pass 2nd pl (epic)κρῐνεῖτε , κρίνωseparatefut ind act 2nd pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευορκώ — εὐορκῶ, έω (Α [εύορκος] 1. ορκίζομαι σύμφωνα με την αλήθεια, δίνω αληθινό, ειλικρινή όρκο 2. τηρώ τον όρκο μου («ὑμεῑς δέ κατὰ τὸν νόμον εὐσεβοῡντες καὶ εὐορκοῡντες κρινεῑτε», Ξεν.) … Dictionary of Greek